- συμπαρουσία
- ἡ, Α1. το να βρίσκεται κανείς ή κάτι κοντά σε άλλον ή σε κάτι άλλο, παράπλευρη θέση2. (για πλανήτες) ταυτόχρονη παρουσία, σύγχρονη εμφάνιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπάρειμι (Ι) (βλ. και λ. ουσία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπαρουσία — συμπαρουσίᾱ , συμπαρουσία presence together fem nom/voc/acc dual συμπαρουσίᾱ , συμπαρουσία presence together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρουσίᾳ — συμπαρουσίᾱͅ , συμπαρουσία presence together fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρουσίας — συμπαρουσίᾱς , συμπαρουσία presence together fem acc pl συμπαρουσίᾱς , συμπαρουσία presence together fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρουσίαι — συμπαρουσίᾱͅ , συμπαρουσία presence together fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρουσίαν — συμπαρουσίᾱν , συμπαρουσία presence together fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)